φωτότυπο(ν)

φωτότυπο(ν)
τό
1) факсимиле, фотокопия; 2) негатив

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φωτότυπο(ν)" в других словарях:

  • φωτότυπο — το, Ν (φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + τυπο, ουδ. του τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιό τυπο] …   Dictionary of Greek

  • φωτότυπο — το 1. φωτογραφικά αρνητική εικόνα μετά την εμφάνιση και στερέωσή της. 2. η φωτογραφία που πάρθηκε με τη μέθοδο της φωτοτυπίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφράκτης — ο, Ν (φωτογρ.) σύστημα με το οποίο ρυθμίζεται ο χρόνος φωτισμού τής φωτοευαίσθητης επιφάνειας προκειμένου να παραχθεί φωτότυπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φράκτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»